Τα Εβραϊκά στο Ισραήλ αποτελούν την de facto γλώσσα του κράτους και των ανθρώπων, είναι δε η μία από τις δύο επίσημες γλώσσες (μαζί με την Αραβική) και ομιλείται από τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού.
Ο βασικός πυρήνας της Tanakh (Εβραϊκής Βίβλου) είναι γραμμένος στην Κλασική Εβραϊκή. Θεωρείται ότι η παρούσα μορφή της διαμορφώθηκε, κατά μεγάλο μέρος, από τη Βιβλική Εβραϊκή που πιστεύεται ότι ευδοκιμούσε κατά τον 6ο αι. π.Χ., την εποχή της εξορίας στη Βαβυλώνα. Για τον λόγο αυτόν, η εβραϊκή γλώσσα από τους αρχαίους καιρούς αποκαλείται συχνά από τους Εβραίους Lĕshôn Ha-Kôdesh (לשון הקודש) «η Ιερή Γλώσσα».
Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι μετά τον 6ο αι. π.Χ., αφού η Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ και εξόρισε τον πληθυσμό στη Βαβυλώνα και κατόπιν η Περσική αυτοκρατορία τους επέτρεψε να επιστρέψουν, η Βιβλική Εβραϊκή που κυριαρχούσε στις Γραφές έφθασε να αντικατασταθεί στην καθημερινή χρήση από νέες διαλέκτους της Εβραϊκής, καθώς και από κάποια τοπική μορφή της Αραμαϊκής (την οποία θεωρείται ότι μιλούσε αργότερα ο Ιησούς). Μετά την καταστροφή του Δεύτερου Ναού και της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., οπότε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εκτόπισε τον εβραϊκό πληθυσμό της Ιερουσαλήμ και των περιχώρων, το κέντρο της εβραϊκής εγκατάστασης μετατοπίστηκε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. Ως αποτέλεσμα, η Εβραϊκή σταδιακά έπαψε να είναι ομιλουμένη γλώσσα, αλλά διατηρήθηκε ως κατ’ εξοχήν γραπτή γλώσσα. Ως εκ τούτου, επιστολές, συμβόλαια, εμπορικές συμφωνίες, επιστημονικά συγγράμματα, φιλοσοφία, ιατρική, ποίηση και νομικά κείμενα γράφονταν στην Εβραϊκή, στην οποία προσετίθεντο δάνεια και νεόπλαστοι όροι.
Η εβραϊκή γλώσσα, επί μακρόν ανενεργός έξω από το λειτουργικό περιβάλλον του Ιουδαϊσμού, αναβίωσε κατά το τέλος του 19ου αι. από τον Εβραίο γλωσσολόγο Ελιέζερ Μπεν-Γεχούντα (Eliezer Ben-Yehuda) εξαιτίας της ανάπτυξης της σιωνιστικής ιδεολογίας. Ο Ben-Yehuda ίδρυσε το 1889 στην Ιερουσαλήμ το «Συμβούλιο Εβραϊκής Γλώσσας» με σκοπό την αναβίωση της επί 1700 έτη μη ομιλουμένης πλέον Βιβλικής Εβραϊκής. Εν τέλει, η Εβραϊκή έφθασε μέχρι του σημείου να αντικαταστήσει αρκετές άλλες γλώσσες που μιλούσαν οι Εβραίοι εκείνον τον καιρό, όπως Λαντίνο (Ισπανοεβραϊκή γλώσσα), Γίντις (Γερμανοεβραϊκή γλώσσα), Ρωσική, καθώς και άλλες γλώσσες της Διασποράς.
.